φιλάργυρος

φιλάργυρος
φιλάργυρος, ον (s. prec. two entries; Soph., X., Pla. et al.; Polyb. 9, 22, 8; 9, 25, 1; 9, 26, 11; Diod S 5, 27, 4; Epict.; Plut.; Cebes 34, 3; PPetr III, 53j, 14 [III B.C.]; 4 Macc 2:8; Philo; TestLevi 17:11) fond of money, avaricious Lk 16:14; 2 Ti 3:2; D 3:5. S. ἀφιλάργυρος.—M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλάργυρος — fond of money masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… …   Dictionary of Greek

  • φιλάργυρος — η, ο αυτός που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, ο παθολογικά φειδωλός, ο τσιγκούνης, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο εξηνταβελόνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαργυρώτατον — φιλάργυρος fond of money masc acc superl sg φιλάργυρος fond of money neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάργυρον — φιλάργυρος fond of money masc/fem acc sg φιλάργυρος fond of money neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρωτάτη — φιλάργυρος fond of money fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρωτάτοις — φιλάργυρος fond of money masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρωτάτου — φιλάργυρος fond of money masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρωτάτους — φιλάργυρος fond of money masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρώτατος — φιλάργυρος fond of money masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργύροις — φιλάργυρος fond of money masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”